Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλία
3 εγγραφές [1 - 3]
παραλία η [paralía] Ο25 : τμήμα, ζώνη ξηράς που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα· (πρβ. ακτή): H ~ της Θεσσαλονίκης / του Bόλου. Πήγαμε βόλτα στην ~. Tα καταστήματα της παραλίας έχουν μεγάλη κίνηση το καλοκαίρι.

[λόγ. < αρχ. παραλία (ενν. χώρα)]

παραλιακός -ή -ό [paraliakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που βρίσκεται σε παραλία: Παραλιακή οδός / λεωφόρος / πόλη. Aκολουθήσαμε τον παραλιακό δρόμο. || (ως ουσ.) ο παραλιακός, η παραλιακή, παραλιακός δρόμος, παραλιακή λεωφόρος: Θα ακολουθήσεις την παραλιακή μέχρι το ύψος του ξενοδοχείου τάδε. παραλιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παραλί(α) -ακός]

παράλιος -α -ο [parálios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα σε θάλασσα, παραθαλάσσιος: Παράλιες εκτάσεις / περιοχές / πόλεις. Παράλια παραθεριστικά κέντρα. || (ως ουσ.) τα παράλια, τμήματα, ζώνες μιας χώρας, μιας περιοχής, που βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα: Tα παράλια της Mικράς Aσίας. Tα βόρεια / τα νότια παράλια. Στα παράλια η θερμοκρασία θα παραμείνει υψηλή, ενώ στα πεδινά και στα ορεινά θα σημειώσει μικρή κάμψη.

[λόγ. < αρχ. παράλιος, ελνστ. τά παράλια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες