Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλέω
1 εγγραφή
παραλέω [paraléo] Ρ (βλ. και λέω) πρτ. παραέλεγα, αόρ. παραείπα και (προφ.) παράπα, απαρέμφ. παραπεί : κυρίως στην έκφραση τα ~, λέω υπερβολές, μιλώ με υπερβολή για κτ., το μεγαλοποιώ: Δε σου φαίνεται πως τα παραλές; Tα παραείπε λίγο, για να μας εντυπωσιάσει.

[παρα- 2 + λέω (διαφ. το αρχ. παραλέγω `μιλώ άσκοπα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες