Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακατιανός
1 εγγραφή
παρακατιανός -ή -ό [parakatxanós] Ε1 : (κυρ. για πρόσ.) που είναι κατώτερης (κοινωνικής, οικονομικής) θέσης, ποιότητας, αξίας: Tους θεωρούν παρακατιανούς ανθρώπους και δεν τους καταδέχονται. || (ως ουσ.) ο παρακατιανός, θηλ. παρακατιανή: Πλούσια αυτή, πώς πήρε έναν παρακατιανό;

[παρακάτ(ω) -ιανός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες