Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακαταθήκη
1 εγγραφή
παρακαταθήκη η [parakataθíki] Ο30 : 1. (νομ.) σύμβαση που γίνεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα (τον καταθέτη και το θεματοφύλακα) και αφο ρά την κατάθεση κινητών αξιών (χρημάτων κτλ.) από τον πρώτο και τη φύλαξή τους από το δεύτερο: Tαμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δημόσια υπηρεσία όπου κατατίθενται οφειλές σε χρήματα, αντικείμενα, αξίες, τίτλους κτλ. αντί της απευθείας εξόφλησης στο δανειστή. || αυτό που δίνεται για φύλαξη. 2. (λογιστ.) ποσότητα διαθέσιμων εμπορευμάτων που βρίσκονται στην αποθήκη καταστημάτων ή επιχειρήσεων· απόθεμα: ~ υφασμάτων / τροφίμων / ειδών υγιεινής. Διαρκής ~. || (μτφ.) απόθεμα: H ~ της μνήμης. 3. (μτφ.) α. αγαθό (πνευματικό, υλικό κτλ.), συνήθ. κληρονομημένο, που διατηρείται, φυλάγεται ως πολύτιμο, ιερό: Iερή ~. Οι παρακαταθήκες που μας άφησαν οι γονείς μας. β. (ηθικοί) κανόνες, επιταγές που απαιτούν τήρηση, εφαρμογή.

[λόγ. < αρχ. παρακαταθήκη (2: σημδ. γαλλ. consignation)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες