Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρακαθήμενος -η -ο [parakaθímenos] Ε5 : (λόγ.) που είναι καθισμένος δίπλα σε κπ. άλλο. || (επέκτ., συνήθ. ως ουσ.) για στενό συνεργάτη ενός προσώπου, που κατέχει μια ανώτερη θέση, εξουσία (συχνά με μειω τική σημασία).
[λόγ. επίθ. < αρχ. πληθ. οἱ παρακαθήμενοι (δες παρακάθομαι 1)]