Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδοξολόγος
1 εγγραφή
παραδοξολόγος -α -ο [paraδoksolóγos] Ε4 : που αφηγείται παράδοξες, απίστευτες, παράλογες ιστορίες, που λέει παράξενα ή απίθανα πράγματα. || (ως ουσ.) ο παραδοξολόγος.

[λόγ. < ελνστ. παραδοξολόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες