Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδειγματικός
1 εγγραφή
παραδειγματικός -ή -ό [paraδiγmatikós] Ε1 : 1. που αποτελεί, που αναφέρεται ή που χρησιμεύει ως παράδειγμα: α. για να διδάσκει, να σωφρονίζει: Παραδειγματική τιμωρία. β. επειδή είναι εξαιρετικός, άψογος, πρότυπος· (πρβ. υποδειγματικός): Παραδειγματική συμπεριφορά / πειθαρχία / καθαριότητα. 2. (γλωσσ.) ~ άξονας, ο κάθετος άξονας (σε αντιδιαστολή προς το συνταγματικό), που περιλαμβάνει εναλλάξιμες λέξεις της ίδιας κατηγορίας, π.χ. ανήλικος / νέος / ώριμος / ενήλικος / ηλικιωμένος άνθρωπος. παραδειγματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Tιμωρήθηκε ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. παραδειγματικός· 2: γαλλ. paradigmatique (στη νέα σημ.) < υστλατ. paradigmaticus < ελνστ. παραδειγματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες