Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδείσιος
1 εγγραφή
παραδείσιος -α -ο [paraδísios] Ε6 : (λόγ.) παραδεισένιος. || Παραδείσια πτηνά / πουλιά, γένος εξωτικών πουλιών με χρωματικά ποικίλο και ζωηρόχρωμο φτέρωμα που ζουν κυρίως στη Nέα Γουινέα.

[λόγ. παράδεισ(ος) -ιος μτφρδ. γαλλ. paradisiaque < paradis < ελνστ. παράδεισος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες