Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδαρμός
1 εγγραφή
παραδαρμός ο [paraδarmós] Ο17 : (λαϊκότρ., λογοτ.) βάσανα, ταλαιπωρίες, δυσάρεστες περιπέτειες.

[παραδαρ- (παραδέρνω) 1 -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες