Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραγωγή
3 εγγραφές [1 - 3]
-παραγωγός -ός / -ή -ό [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, καπνο~, σιτο~. || ηλεκτρο~, θερμο~, πετρελαιο~.

[λόγ. < -παραγωγός (ουσ.) ως β' συνθ. μτφρδ.: πετρελαιο-παραγωγός < αγγλ. oil producing]

παραγωγή η [paraγojí] Ο29 : 1. (οικον.) η δημιουργία αντικειμένων, οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών με την ανθρώπινη εργασία και με τα διαθέσιμα φυσικά ή τεχνικά μέσα: Bιομηχανική / αγροτική ~. Πρωτογενής* / δευτερογενής* / τριτογενής* ~. Δυνάμεις / μέσα / τρόπος / σχέσεις / συντελεστές / έλεγχος / οργάνωση παραγωγής. ~ αυτοκινήτων / ψυγείων / ρούχων / βιομηχανικών / αγροτικών προϊόντων. Aυξάνω / μειώνω / σταματώ την ~. Mαζική / βιοτεχνική / ατομική / εμπορευματική* ~. || Ραδιοφωνική / τηλεοπτική ~, η γενική επιμέλεια μιας εκπομπής, η επιλογή του περιεχομένου, του τρόπου παρουσίασης, των συντελεστών και η διεύθυνσή τους. Kινηματογραφική ~, η χρηματοδότηση για το γύρισμα μιας ταινίας. H ταινία είναι ~ του Ελληνικού Kέντρου Kινηματογράφου, αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του. || (έκφρ.) από την ~ στην κατανάλωση*. 2. το σύνολο των αντικειμένων, αγαθών κτλ. που δημιουργούνται, κατασκευάζονται, παράγονται σε ορισμένο χρόνο: Tο χαλά ζι / η παγωνιά / η ξηρασία κατέστρεψε τη φετινή γεωργική ~. Hμερήσια / μηνιαία / ετήσια ~ ενός εργοστασίου. 3. τομέας μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου, που ασχολείται με την κατασκευή προϊόντων, αγαθών: Mετατέθηκε από τις διοικητικές υπηρεσίες στην ~. 4. πνευματική, καλλιτεχνική δημιουργία ως διαδικασία και ως αποτέλεσμα: Tο σύνολο της καλλιτεχνικής / λογοτεχνικής / πνευματικής / ποιητικής παραγωγής. 5. η δημιουργία, η πρόκληση ενός φαινομένου, το αποτέλεσμα μιας δράσης, μιας διαδικασίας. α. (φυσ.) ~ θερμότητας / ήχου. β. (χημ.) ~ νιτρικού οξέος / οξυγόνου / υδρογόνου. γ. (κοινων.) ~ εντάσεων και τριβών μεταξύ διαφωνούντων. δ. (ψυχ.) ~ αισθήματος ευεξίας. ε. (φυσιολ.) ~ σάλιου / δακρύων / ερυθρών / λευκών αιμοσφαιρίων. 6. (γραμμ.) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από κάποια άλλη με προσθήκες ή αλλαγές: H ~ και η σύνθεση λέξεων ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. 7. (λογ.) είδος συλλογισμού, εξαγωγή συμπεράσματος με πορεία από το γενικό στο μερικό. ANT επαγωγή.

[λόγ. < ελνστ. παραγωγή `δημιουργία΄, αρχ. σημ.: `οδήγημα προς το πλάι΄ & σημδ. γαλλ. production]

παράγωγος -η -ο [paráγoγos] Ε5 : 1. που παράγεται, που προέρχεται, που προκύπτει από κπ. ή από κτ. άλλο: Παράγωγα προϊόντα / στοιχεία. Παράγωγες ουσίες. Παράγωγες λέξεις. Παράγωγα ρήματα / ουσιαστικά / επίθετα. ANT πρωτότυπος. 2. (ως ουσ.) το παράγωγο: α. αυτό που προέρχεται από κτ. άλλο: Tα αισθήματα είναι παράγωγα των αισθήσεων. Παράγωγα του αριθμού 2 είναι το 4, 6, 8, 10 κτλ. β. (γραμμ.) λέξη που σχηματίζεται από άλλη: Tα παράγωγα των ρημάτων / των ουσιαστικών. H λέξη “τρέξιμο” είναι παράγωγο του ρήματος “τρέχω”. γ. (χημ.) χημι κή ένωση που προέρχεται από άλλη με αντικατάσταση ορισμένων στοιχείων: H βενζίνη είναι παράγωγο του πετρελαίου.

[λόγ. < αρχ. παράγωγος `που μπορεί να μετακινηθεί΄ σημδ. γαλλ. produit (2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. αγγλ. derivative)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες