Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραγοντίζω [paraγondízo] Ρ2.1α : (μειωτ.) συμπεριφέρομαι ως παράγονταςI2, παριστάνω τον παράγοντα: Aκόμα δεν έγινε βουλευτής κι άρχισε να παραγοντίζει.
[λόγ. παραγοντ- (δες παράγονταςI2) -ίζω]