Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραγοντίζω
1 εγγραφή
παραγοντίζω [paraγondízo] Ρ2.1α : (μειωτ.) συμπεριφέρομαι ως παράγονταςI2, παριστάνω τον παράγοντα: Aκόμα δεν έγινε βουλευτής κι άρχισε να παραγοντίζει.

[λόγ. παραγοντ- (δες παράγονταςI2) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες