Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραγγελία
2 εγγραφές [1 - 2]
παραγγελία η [parangelía] Ο25 : 1. διαβίβαση, διατύπωση εντολής, σύστασης, απαίτηση για την πραγματοποίηση της θέλησης, της επιθυμίας κάποιου: Άφησε ~ να μην τον ενοχλήσει κανείς. Έδωσα ~ στο σερβιτόρο. 2. εντολή (άμεση ή μέσο τρίτων) για την προμήθεια, την κατασκευή ή και την αποστολή κάποιου είδους, συνήθ. εμπορεύματος: Δίνω / παίρνω / εκτελώ ~. Πήρα μια μεγάλη ~ επίπλων για ένα ξενοδοχείο. Tο κοστούμι σου είναι έτοιμο ή ~; (έκφρ.) ούτε ~ να το ΄χαμε, για κτ. που συνέβη συμπτωματικά, όπως ακριβώς το επιθυμούσαμε. 3. το αντικείμενο της εντολής, της παραγγελίας: Στείλαμε την ~ σας με το αεροπλάνο. (έκφρ.) κατά ~: α. με εντολή, υπόδειξη, καθοδήγηση κάποιου. β. για κτ. που συμβαίνει όπως ακριβώς το επιθυμεί κάποιος, σαν να το είχε παραγγείλει.

[λόγ. < αρχ. παραγγελία]

παραγγελιά η [parangeá] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) 1. παραγγελία κυρίως στη σημ. 1. 2. τραγούδι που ζητάει κάποιος θαμώνας νυχτερινού κέντρου από την ορχήστρα, για να το χορέψει αποκλειστικά ο ίδιος ή και η παρέα του.

[μσν. παραγγελιά < αρχ. παραγγελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες