Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραβολικός 1 -ή -ό [paravolikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραβολή 1: Παραβολική σύγκριση.
[λόγ. < ελνστ. παραβολικός]
- παραβολικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραβολή 2: Παραβολική διήγηση. ~ λόγος.
παραβολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παραβολικός]
- παραβολικός 3 -ή -ό : (μαθημ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραβολή 3: Παραβολική κεραία, σύστημα κατευθυνόμενης κεραίας. Παραβολικό κάτοπτρο, που η ανακλαστική του επιφάνεια σχηματίζεται από την περιστροφή μιας παραβολής 3 γύρω από τον άξονά της.
[λόγ. < γαλλ. parabolique < parabol(e) < ελνστ. παραβολ(ή) (δες παραβολή 3) -ique = -ικός]