Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραβαίνω [paravéno] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. παρέβη, παρέβησαν, απαρέμφ. παραβεί, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : αθετώ κτ. συμφωνημένο, παραβιάζω κτ. θεσμοθετημένο: ~ συμφωνίες / νόμους / κανονισμούς / διατάξεις. Οι αντικυβερνητικοί στρατιώτες παρέβησαν τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.
[λόγ. < αρχ. παραβαίνω]