Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραίνεση
1 εγγραφή
παραίνεση η [parénesi] Ο33 : η προτροπή, η νουθεσία, η συμβουλή προς κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό: Aπευθύνω / κάνω παραινέσεις. Παραινέσεις των δασκάλων / των γονέων προς τους νέους.

[λόγ. < αρχ. παραί νε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες