Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρέγχυμα
1 εγγραφή
παρέγχυμα το [parénxima] Ο49 : α. (ανατ.) ο ιστός από τον οποίο αποτε λούνται διάφορα συμπαγή σπλάχνα του σώματος (συκώτι, νεφρά, πνεύμονες κτλ.). β. (βοτ.) μαλακός και σπογγώδης ιστός των φύλλων, των καρπών και των νεαρών κλαδιών των φυτών.

[λόγ.: α: ελνστ. παρέγχυμα· β: γαλλ. parenchyme (στη νέα σημ.) < ελνστ. παρέγχυμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες