Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράχωμα
1 εγγραφή
παράχωμα το [paráxoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραχώνω.

[παραχώ(νω) -μα (διαφ. το ελνστ. παράχωμα `ανάχωμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες