Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράφυλλο το [paráfilo] Ο40 : (βοτ.) μικρή (φυλλώδης, αγκαθωτή, ελικοειδής κτλ.) απόφυση στη βάση των φύλλων διάφορων φυτών.
[λόγ. παρα- 1 φύλλον (διαφ. το ελνστ. παράφυλλον `περιοχή΄)]