Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράτα
9 εγγραφές [1 - 9]
παράτα η [paráta] Ο25 : (μειωτ.) πομπώδης, θεαματική εορταστική εκδή λωση, υπερβολική και αναντίστοιχη προς το γεγονός που την προκάλεσε: H ένταξή μας στην ΕΟK συνοδεύτηκε με παράτες.

[ιταλ. parata]

παράταιρος -η -ο [paráteros] Ε5 : που δεν ταιριάζει, που δε συνδυάζεται με κτ. άλλο, ανόμοιος, αταίριαστος (ιδ. για πράγματα που αποτελούν ζευγάρι): Στη βιασύνη μου φόρεσα παράταιρες κάλτσες. Tα χρώματα των ρούχων του είναι παράταιρα. παράταιρα ΕΠIΡΡ.

[μσν. παραταίρ(ι) `ανόμοιος΄ -ος < παρα- 1 ταίρι]

παρατακτικός -ή -ό [parataktikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στην παράταξη3: Παρατακτική σύνδεση (προτάσεων), τρόπος σύνδεσης κατά τον οποίο οι προτάσεις τοποθετούνται ισοδύναμες η μια δίπλα στην άλλη. ANT υποτακτική σύνδεση. Παρατακτικοί σύνδεσμοι, αυτοί που χρησιμοποιούνται για να συνδέουν ισοδύναμες προτάσεις. ANT υποτακτικοί: Οι συμπλεκτικοί, οι αντιθετικοί κ.ά. είναι παρατακτικοί σύνδεσμοι. παρατακτικά ΕΠIΡΡ: Οι δύο προτάσεις συνδέονται ~.

[λόγ. < νλατ. para tacticus < αρχ. παρατακ- (παρατάσσω) -ticus = -τικός]

παράταξη η [parátaksi] Ο33 : η τοποθέτηση κυρίως προσώπων ή και πραγμάτων σε μια κανονική σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο. 1α. (στρατ.) σχηματισμός κατά τον οποίο οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι σε ευθύγραμμους στοίχους και ζυγούς: Πυκνή / αραιά ~. Mάχη εκ παρατάξεως, στην οποία τα αντιμέτωπα τμήματα στρατού έχουν παραταχθεί σε κανο νικούς σχηματισμούς. (λόγ. έκφρ.) εν πομπή και παρατάξει: α. με επισημότητα, με πολλές τιμές. β. (ειρ.) με ψεύτικη, κωμική μεγαλοπρέπεια. β. (ναυτ.) σχηματισμός πλοίων κατάλληλος για ναυμαχία. 2. ομάδα ατόμων με κοινές ιδέες, σκοπούς, συμφέροντα ή και οργάνωση: H δημοκρατική / προοδευτική / συντηρητική / δεξιά / αριστερή ~. Πολιτική / συνδικαλιστική ~. 3. (γραμμ.) τρόπος σύνταξης κατά τον οποίο οι προτάσεις τοποθετούνται ισοδύναμες η μια δίπλα στην άλλη, κύριες με κύριες και δευτερεύουσες με δευτερεύουσες: Οι κύριες προτάσεις συνδέονται κατά ~. ANT καθ΄ υπόταξη.

[λόγ.: 1: αρχ. παράταξις (-σις > -ση) (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. front· 3: σημδ. γαλλ. parataxe (< αρχ. παράταξις)]

παραταξιακός -ή -ό [parataksiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παράταξη2, που γίνεται με τη λογική της: Ο λόγος του ήταν στενά ~, ενώ όφειλε να είναι εθνικός. Δεν πρέπει να κρίνεις με παραταξιακά κριτήρια. Παραταξιακή πολιτική / σύγκρουση / λογική. παραταξιακά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / συμπεριφέρεται / μιλάει ~.

[λόγ. παράταξι(ς)2 -ακός]

παράταση η [parátasi] Ο33 : 1. η επιμήκυνση του (κανονικού, αρχικού, προκαθορισμένου) χρόνου διάρκειας, ισχύος: Δίνω / παίρνω / ζητώ ~. Δε θα δοθεί άλλη ~ στην προθεσμία υποβολής των αιτήσεων. Aποφασίστηκε εξάμηνη ~ της ισχύος του νόμου για το πάγωμα των ενοικίων. ~ της αγωνίας / της αναμονής. Mε την εγχείρηση που έκανε, πήρε ~ ζωής. 2. το χρονικό διάστημα πέρα από το κανονικό, το καθορισμένο: Tο νικητήριο γκολ επιτεύχθηκε στην ~. Ο αγώνας κρίθηκε στην ~.

[λόγ.: 1: αρχ. παράτα(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. prolongation]

παρατάσσω [paratáso] -ομαι Ρ αόρ. παρέταξα, απαρέμφ. παρατάξει, παθ. αόρ. παρατάχτηκα και παρατάχθηκα, απαρέμφ. παραταχτεί και παραταχθεί, μππ. παραταγμένος : τοποθετώ κυρίως πρόσωπα ή και πράγματα το ένα δίπλα στο άλλο, σε κανονικό σχηματισμό. 1. (στρατ., γυμν.) τοποθετώ σε κανονική, σε ορισμένη τάξη, σειρά, σχηματίζω παράταξη: Οι μαθητές παρατάχτηκαν κατά εξάδες. Ο λόχος είχε παραταχθεί για μάχη / επιθεώρηση. || Ο προπονητής της εθνικής ομάδας παρέταξε τους καλύτερους ποδοσφαιριστές, επέλεξε και παρουσίασε έτοιμους για τον αγώνα. 2. (μτφ.) διατυπώνω, παρουσιάζω κτ. σε μια κανονική, διαδοχική σειρά, το ένα ύστερα από το άλλο: Ο ομιλητής παρέταξε μια σειρά σοβαρών επιχειρημάτων.

[λόγ. < αρχ. παρατάσσω]

παρατατικός ο [paratatikós] Ο17 : (γραμμ.) ο χρόνος που δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά ή επαναλαμβανόμενα: Ο τύπος “έτρεχα” είναι ~ του ρήματος “τρέχω”.

[λόγ. < ελνστ. παρατατικός (ενν. χρόνος)]

παρατώ [parató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. αφήνω, εγκαταλείπω κπ. ή κτ., διακόπτω τη σχέση μου μαζί του: Παράτησε τη δουλειά του κι έφυγε. Παράτησε γυναίκα και σπίτι. Tον παράτησαν οι φίλοι κι οι γνωστοί. Ένα αυτοκίνητο ήταν παρατημένο στη μέση του δρόμου. || σταματώ, παύω: Παράτα τ΄ αστεία / τις βλακείες! (έκφρ.) τα ~, εγκαταλείπω μια προσπάθεια, μια ασχολία κτλ.: Οι φίλοι του τον συμβουλεύουν να τα παρατήσει. Δεν τα ~, θα προσπαθήσω μέχρι τέλους. 2. απαλλάσσω κπ. από μια ενόχληση, τον αφήνω ήσυχο: Δε με / μας παρατάς! Άι παράτα με / μας στην ησυχία μου / μας! Παρατάτε με!

[αρχ. παραιτοῦμαι (δες λ.) στην ελνστ. σημ.: `απολύω, διώχνω΄, μεταπλ. με βάση τον αόρ. παρFητησάμην κατά το σχ.: παρήκουσα - παρακούω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες