Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράστημα
1 εγγραφή
παράστημα το [parástima] Ο49 : η εξωτερική εμφάνιση, η κορμοστασιά του ανθρώπου, η στάση ενός (καλοσχηματισμένου) σώματος είτε ακίνητου είτε ιδίως κατά το βάδισμα: Στρατιώτες / αθλητές / κοπέλες με ωραίο ~.

[λόγ. < ελνστ. παράστημα `άγαλμα τοποθετημένο πλάι σε άλλο΄ σημδ. γαλλ. prestance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες