Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράλιος -α -ο [parálios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα σε θάλασσα, παραθαλάσσιος: Παράλιες εκτάσεις / περιοχές / πόλεις. Παράλια παραθεριστικά κέντρα. || (ως ουσ.) τα παράλια, τμήματα, ζώνες μιας χώρας, μιας περιοχής, που βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα: Tα παράλια της Mικράς Aσίας. Tα βόρεια / τα νότια παράλια. Στα παράλια η θερμοκρασία θα παραμείνει υψηλή, ενώ στα πεδινά και στα ορεινά θα σημειώσει μικρή κάμψη.
[λόγ. < αρχ. παράλιος, ελνστ. τά παράλια]