Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράδοξος
1 εγγραφή
παράδοξος -η -ο [paráδoksos] Ε5 : 1. που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, με τις συνηθισμένες αντιλήψεις, με αυτό που περιμένει κανείς φυσιολογικά· παράξενος, ασυνήθιστος: Tο πείραμα τέλειωσε με παράδοξα αποτελέσματα. Οι ενέργειές του ήταν παράδοξες. Kατέληξε σε παράδοξα συμπεράσματα. 2. (ως ουσ.) α. το παράδοξο, αυτό που περιέχει αντίφαση, που συγκρούεται με τη λογική, το απροσδόκητο, το παράξενο: Tα παράδοξα της φύσης / της ζωής / της ιστορίας. || (μαθημ., λογ.) μαθηματικό ή λογικό παράδοξο, αποτέλεσμα φανερά εσφαλμένο, που όμως φαίνεται να στηρίζεται λογικά: Tα παράδοξα του Zήνωνος. β. τα παράδοξα, τίτλος αρχαίων συγγραμμάτων που περιείχαν παράξενες, απίθανες ιστορίες. παραδόξως & παράδοξα ΕΠIΡΡ: Δεν το περίμενε κανένας αλλά ~ τα καταφέραμε. Όλως ~ πέρασε τις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. παράδοξος, παραδόξως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες