Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράγων ο [paráγon] Ο (βλ. Ε12) : (λόγ.) ο παράγοντας.
[λόγ. μεε. του αρχ. παρά γω μτφρδ. γαλλ. facteur & αγγλ. factor]
- παραγώνι το [paraγóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο χώρος μπροστά στο τζάκι. || (επέκτ.) το τζάκι.
[παρα- 1 γων(ιά)3 -ι]
- παράγωνος -η -ο [paráγonos] Ε5 : που δεν είναι ορθογώνιος, που είναι ακανόνιστος: Παράγωνο οικόπεδο / δωμάτιο / μπαλκόνι. || (ως ουσ.) το παράγωνο, μη ορθογώνιο, ακανόνιστο σχήμα.
[λόγ. παρα- 1 γων(ία) -ος (πρβ. ελνστ. παραγώνιος `πλάι σε γωνία΄)]



