Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράγραφος
1 εγγραφή
παράγραφος η [paráγrafos] Ο36 : 1. τμήμα πεζού λόγου που συνιστά μια σχετικά εκτεταμένη και νοηματικά αυτοτελή ενότητα, η οποία αποτελείται από μία ή περισσότερες περιόδους, αρχίζει πάντοτε με καινούριο στίχο και γράφεται ή τυπώνεται συνήθ. λίγο πιο μέσα (δεξιότερα) από το αριστερό περιθώριο: Aνοίγω / αρχίζω παράγραφο. Tο κείμενο αποτελείται από τρεις παραγράφους. H ~ σημειώνεται με το σύμβολο Λ. Εσοχή παραγράφου. (έκφρ.) αυτό είναι άλλη ~, τελείως διαφορετικό ζήτημα, άσχετο με το συζητούμενο θέμα. 2. τμήμα, υποδιαίρεση ορισμένων ειδικών κειμένων (νόμων, διατάξεων κτλ.), συνήθ. με αρίθμηση: H ~ 3 του νόμου. H δεύτερη ~ του άρθρου 5 του Συντάγματος.

[λόγ. < ελνστ. παράγραφος (ενν. γραμμή) `παύλα στο περιθώριο που έδειχνε την εναλλα γή του διαλόγου σε θεατρικό κείμενο΄ σημδ. γαλλ. paragraphe < υστλατ. paragraphus (στη νέα σημ.) < ελνστ. παράγραφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες