Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπικός
1 εγγραφή
παπικός -ή -ό [papikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πάπα, στη δυτική εκκλησία, στον καθολικισμό: Παπική εκκλησία / τιάρα. Παπικό κράτος, το Bατικανό. ~ θρόνος.

[λόγ. πάπ(ας) -ικός μτφρδ. μσνλατ. papalis (διαφ. το ελνστ. παππικός `κληρονομημένος από τον παππού΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες