Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαδιά
1 εγγραφή
παπαδιά η [papaδjá] Ο24 : η γυναίκα παπά, η πρεσβυτέρα.

[ελνστ. παπαδία (< παπάς) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες