Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανύψηλος
1 εγγραφή
πανύψηλος -η -ο [panípsilos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ ψηλός· ψηλότατος: Πανύψηλα δέντρα / κτίρια. Πανύψηλες βουνοκορφές.

[λόγ. < μσν. πανύψηλος < παν- + υψηλ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες