Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντρολόγημα
1 εγγραφή
παντρολόγημα το [pandrolójima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : οι κάθε είδους διαμεσολαβήσεις, ενέργειες, συζητήσεις κτλ. που γίνονται από τρίτους για να δεχτούν κάποιοι να παντρευτούν· (πρβ. προξενιό).

[παντρολογη- (παντρολογώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες