Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανστρατιά η [panstratxá & panstratiá] Ο24 : α.εκστρατεία με όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας. β. (μτφ.) επιστράτευση, κινητοποίηση όλου του ανθρώπινου δυναμικού για την επιτυχία ενός σκοπού: Ούτε η ~ κομματικών μελών και απλών ψηφοφόρων δεν απέτρεψε την εκλογική του ήττα.
[λόγ. < αρχ. επιρρηματική δοτ. πανστρατιᾷ `με όλο το στρατό΄]