Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανσιόν η [pansxón] Ο (άκλ.) : μικρή επιχείρηση (και το οίκημα) που προσφέρει, έναντι αμοιβής, διαμονή και διατροφή: Πολυτελής ~. ~ για ηλικιωμένους· (πρβ. γηροκομείο). || (ειδικότ.) Tιμή ~, αντίτιμο για διαμονή και διατροφή σε ξενοδοχείο.
[λόγ. < γαλλ. pension]



