Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανσές ο [pansés] Ο13 : κοινή ονομασία μιας ομάδας ποωδών φυτών που καλλιεργούνται για τα ωραία πολύχρωμα άνθη τους.
[γαλλ. pensée (θηλ.) κατά τα άλλα αρσ. -ές, π.χ. μενεξές]