Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παννυχίδα
1 εγγραφή
παννυχίδα η [panixíδa] Ο26 : α.ολονύκτια γιορτή ή τελετουργία σε αρχαίες, μυστηριακές κυρίως, θρησκείες. β. (εκκλ.) ολονύκτια ακολουθία την παραμονή μεγάλης θρησκευτικής γιορτής, ιδίως σε μοναστήρι· (πρβ. ολονυκτία, αγρυπνία). γ. ολονύκτια διασκέδαση· (πρβ. νυχτέρι).

[λόγ. < αρχ. παννυχίς, αιτ. -ίδα (β: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες