Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανθεϊστής ο [panθeistís] Ο7 θηλ. πανθεΐστρια [panθeístria] Ο27 : αυτός που αποδέχεται, υποστηρίζει τη φιλοσοφική διδασκαλία του πανθεϊσμού.
[λόγ. < νλατ. pantheista ή μέσω του γαλλ. panthéiste (< αγγλ. pantheist) < pan- = παν- + theista < the(ismus) = θε(ϊσμός) -ista = -ιστής· λόγ. πανθεϊ σ(τής) -τρια]