Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανευτυχής
1 εγγραφή
πανευτυχής -ής -ές [paneftixís] Ε10 : που είναι ευτυχής από κάθε άποψη και σε μέγιστο βαθμό· τρισευτυχισμένος.

[λόγ. < μσν. πανευτυχής < παν- + ευτυχής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες