Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανδαμάτωρ
1 εγγραφή
πανδαμάτωρ ο [panδamátor] Ο γεν. πανδαμάτορος, αιτ. πανδαμάτορα : (λόγ.) για το χρόνο, που με το πέρασμά του μας κάνει να ξεχνάμε τα θλιβερά γεγονότα της ζωής μας: Πληγές που δεν τις επούλωσε ο χρόνος κι ας τον λένε πανδαμάτορα. || (σπανιότ.) ο χρόνος που φθείρει τα πάντα.

[λόγ. < αρχ. πανδαμάτωρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες