Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παναραβιστής
1 εγγραφή
παναραβιστής ο [panaravistís] Ο7 θηλ. παναραβίστρια [panaravístria] Ο27 : ο οπαδός του παναραβισμού: Φανατικοί παναραβιστές.

[λόγ. παναραβ(ισμός) -ιστής· λόγ. παναραβισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες