Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παναραβικός -ή -ό [panaravikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους αραβικούς λαούς, στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι αραβικοί λαοί ή τα αραβικά κράτη: Παναραβική διάσκεψη.
[λόγ. < γαλλ. panarab(e) -ικός (pan- = παν-)]



