Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παμβαλκανικός
1 εγγραφή
παμβαλκανικός -ή -ό [pamvalkanikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους ανεξαιρέτως τους λαούς και τα κράτη της Bαλκανικής: Παμβαλκανικό σύμφωνο ειρήνης. Παμβαλκανική συνεννόηση. Παμβαλκανικό συνέδριο.

[λόγ. παμ- (δες παν-) + βαλκανικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες