Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλμικός
1 εγγραφή
παλμικός -ή -ό [palmikós] Ε1 : που γίνεται με παλμούς: Παλμική κίνηση. Tα σώματα που παράγουν ήχο θέτουν σε παλμική κίνηση τον αέρα. Οι παλμικές κινήσεις της καρδιάς. παλμικώς ΕΠIΡΡ με παλμούς: Kινούμαι ~.

[λόγ. < ελνστ. παλμικός `αντιληπτός από το σφυγμό΄ σημδ. γαλλ. oscillatoire· λόγ. παλμικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες