Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλιρροϊκός -ή -ό [paliroikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φυσικό φαινόμενο της παλίρροιας, που προκαλείται από αυτό: H παλιρροϊκή κίνηση της θάλασσας. Παλιρροϊκό κύμα / ρεύμα.
[λόγ. < ελνστ. παλιρρο(ῶ) `έχω παλίρροια΄ -ικός μτφρδ. αγγλ. tidal]