Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαιοελλαδίτης ο [paleoelaδítis] Ο10 θηλ. παλαιοελλαδίτισσα [paleo elaδítisa] Ο27 & παλιοελλαδίτης ο [pa
oelaδítis] Ο10 θηλ. παλιοελλαδίτισσα [pa oelaδítisa] Ο27 & παλιολλαδίτης ο [pa olaδítis] Ο10 θηλ. παλιολλαδίτισσα [pa olaδítisa] Ο27 : αυτός που κατάγεται από την παλιά Ελλάδα, δηλαδή από τις περιοχές που αποτέλεσαν το πρώτο νεοελληνικό κράτος. [λόγ. φρ. παλαι(ά) -ο- + Ελλαδ- (Ελλάδα δες Ελλαδίτης) -ίτης· λόγ. παλαιοελλαδίτ(ης) -ισσα· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλαιός > παλιός· παλιοελλαδίτ(ης) -ισσα· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· παλιολλαδίτ(ης) -ισσα]
- παλαιοημερολογίτης ο [paleoimerolojítis] Ο10 θηλ. παλαιοημερολογίτισσα [paleoimerolojítisa] Ο27 & παλιοημερολογίτης ο [pa
oimerolojítis] Ο10 θηλ. παλιοημερολογίτισσα [pa o imerolojítisa] Ο27 & παλιομερολογίτης ο [pa omerolojítis] Ο10 θηλ. παλιομερολογίτισσα [pa omerolojítisa] Ο27 : α.ο οπαδός του παλαιού (Iουλιανού) εκκλησιαστικού ημερολογίου και εορτολογίου· (πρβ. ελληνορθόδοξος): Εκκλησία των παλαιοημερολογιτών. || (ως επίθ.): ~ παπάς. β. (μτφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ξεπερασμένες και αναχρονιστικές αντιλήψεις. [λόγ. παλαιο- + ημερολόγ(ιον) -ίτης· λόγ. παλαιοημερολογίτ(ης) -ισσα· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλαιός > παλιός· παλιοημερολογίτ(ης) -ισσα· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· παλιομερολογίτ(ης) -ισσα]
- παλαιοημερολογίτικος -η -ο [paleoimerolojítikos] & παλιοημερολογίτικος [pa
oimerolojítikos] & παλιομερολογίτικος [pa omerolojítikos] Ε5 : α.που ανήκει ή αναφέρεται στους παλαιοημερολογίτες· (πρβ. ελληνορθόδοξος): Παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι. β. (μτφ., μειωτ.) ξεπερασμένος και αναχρονιστικός: Παλιοημερολογίτικες ιδέες / απόψεις. [παλαιοημερολογίτ(ης), παλιοημερολογίτ(ης), παλιομερολογίτ(ης) -ικος]
- παλιο- [pa
o] & παλιό- [pa ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 2 [pa ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I1α. προσδίδει μειωτική, αρνητική σημασία σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-, βρομο-): παλιάνθρωπος, παλιόκαιρος, ~κόριτσο, παλιόπαιδο, παλιόσκυλο, παλιόσπιτο, ~σχολείο, παλιόχαρτο. β. συχνά εξυπακούεται η κακή απόδοση ή η κακή κατάσταση από την πολλή χρήση ή λειτουργία αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κάραβο, ~σίδερο, ~ψηστιέρα. γ. συχνά μειωτικά από ηθική άποψη: παλιόγερος, ~γυναίκα, ~δουλειά. 2. (συνήθ. για πρόσωπα) με θετική σημασία προσδίδει στο β' συνθετικό το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας: ~παρέα, παλιόφιλος. II. αποτελεί τον προφορικό τύπο λόγιων λέξεων με α' στοιχείο παλαιο-: ~ημερολογίτης και παλαιοημερολογίτης. [I: θ. του επιθ. παλι(ός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: προσαρμογή στη δημοτ. του λόγ. παλαιο- με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- παλιοβρόμα η [palovróma] Ο25 : ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· τσούλα, παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, παλιοκόριτσο: Παράτησε τα παιδιά της, η ~, και γυρίζει με τον έναν και τον άλλο.
[παλιο-Ι + βρόμα]
- παλιόγερος ο [palójeros] Ο20 θηλ. παλιόγρια [palóγria] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός δύστροπου ή ανήθικου ηλικιωμένου ατόμου.
[παλιο-Ι + γέρος, γριά]
- παλιογυναίκα η [palojinéka] Ο25 : υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· παλιοβρόμα, παλιογύναικο, παλιοθήλυκο. || πόρνη.
[παλιο-Ι + γυναίκα]
- παλιογύναικο το [palojíneko] Ο41 : ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, παλιοβρόμα.
[παλιο-Ι + γυναίκ(α) -ο]
- παλιοδουλειά η [paloδulá] Ο24 : 1.δουλειά, δραστηριότητα από ηθική άποψη επιλήψιμη (ανήθικη, ύποπτη, παράνομη κτλ.). 2. δουλειά, εργασία που είναι γενικώς επαχθής (δύσκολη, ανιαρή, επικίνδυνη κτλ.) και συνήθ. δεν προσφέρει σημαντική ικανοποίηση (ηθική ή υλική): Πού τη βρήκες κι εσύ τέτοια ~, να πρέπει να σηκώνεσαι από τις πέντε τα χαράματα;
[παλιο-Ι + δουλειά]
- παλιόδρομος ο [palóδromos] Ο20 : δρόμος που είναι σε κακή κατάσταση.
[παλιο-Ι + δρόμος]