Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιμπαιδισμός
1 εγγραφή
παλιμπαιδισμός ο [palimbeδizmós] Ο17 : η τάση ενός ηλικιωμένου ατόμου να συμπεριφέρεται σαν παιδί, καθώς και η ίδια η συμπεριφορά.

[λόγ. < ελνστ. παλιμπαιδ- (παλίμπαις `ξανά παιδί΄) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες