Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιατζής
1 εγγραφή
παλιατζής ο [paladzís] Ο8 : ο επαγγελματίας που αγοράζει και πουλά παλαιά αντικείμενα συνήθ. μεταχειρισμένα και ευτελή· (πρβ. παλαιοπώλης): Πλανόδιος ~. Έδωσε την παλιά σαραβαλιασμένη πολυθρόνα στον παλιατζή. (έκφρ.) είναι για τον παλιατζή, εντελώς άχρηστο, λόγω ανεπανόρθωτης φθοράς ή βλάβης.

[παλι(ός) -ατζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες