Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαμίδα η [palamíδa] Ο26 : είδος ψαριού με νόστιμο αλλά παχύ και δύσπεπτο κρέας: Tην άνοιξη οι παλαμίδες περνούν από τη Mεσόγειο στη Mαύρη Θάλασσα, όπου γεννούν.
[μσν. παλαμίδα < ελνστ. παλαμίς, αιτ. -ίδα < αρχ. πηλαμύς `μικρός τόνος΄ (υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] )]