Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιός
1 εγγραφή
παλαιός -ά -ό [paleós] Ε2 : (πρβ. παλιός). 1. που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρχε στο παρελθόν. ANT νέος, καινούριος: Παλαιά πόλη / συνοικία / γειτονιά. Παλαιά ήθη και έθιμα. Παλαιότερες εποχές. Παλαιά μέθοδος. Παλαιά Διαθήκη. 2. (για πρόσ.) α. που είχε στο παρελθόν ή που από το παρελθόν συνεχίζει να έχει ορισμένη ιδιότητα: Παλαιοί πολεμιστές. Παλαιοί συνεργάτες. β. (ως ουσ.) οι παλαιοί, οι πρόγονοι. 3. (για ονόματα πόλεων κτλ.) που υπήρξε πριν από άλλο ομώνυμο ή σύγχρονο: Παλαιό Φάληρο. Παλαιό Ψυχικό. παλαιά ΕΠIΡΡ στο παρελθόν, παλιά: Kατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού παλαιότερα είχε ξανατεθεί το ζήτημα.

[λόγ. < αρχ. παλαιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες