Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαιοημερολογίτης ο [paleoimerolojítis] Ο10 θηλ. παλαιοημερολογίτισσα [paleoimerolojítisa] Ο27 & παλιοημερολογίτης ο [pa
oimerolojítis] Ο10 θηλ. παλιοημερολογίτισσα [pa o imerolojítisa] Ο27 & παλιομερολογίτης ο [pa omerolojítis] Ο10 θηλ. παλιομερολογίτισσα [pa omerolojítisa] Ο27 : α.ο οπαδός του παλαιού (Iουλιανού) εκκλησιαστικού ημερολογίου και εορτολογίου· (πρβ. ελληνορθόδοξος): Εκκλησία των παλαιοημερολογιτών. || (ως επίθ.): ~ παπάς. β. (μτφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ξεπερασμένες και αναχρονιστικές αντιλήψεις. [λόγ. παλαιο- + ημερολόγ(ιον) -ίτης· λόγ. παλαιοημερολογίτ(ης) -ισσα· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλαιός > παλιός· παλιοημερολογίτ(ης) -ισσα· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· παλιομερολογίτ(ης) -ισσα]