Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλίρροια η [palíria] Ο27 : το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει περιοδικά (καθημερινά και σε ορισμένο τόπο): Οι δύο φάσεις της παλίρροιας είναι η πλημμυρίδα και η άμπωτη.
[λόγ. < αρχ. παλίρροια]



