Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλάμη
1 εγγραφή
παλάμη η [palámi] Ο30 : 1.η εσωτερική επιφάνεια του χεριού μας: Ροζιασμένες παλάμες. ΦΡ έχει φαγούρα* στην ~. με τρώει* η ~ μου. το παράσημο* της ανοιχτής παλάμης. (απαρχ.) εν τη ~ και ούτω βοήσομεν, για να κάνει κανείς κτ. πρέπει πρώτα να πάρει χρήματα. 2α. ως μονάδα μήκους, το ένα δέκατο του μέτρου: Mία ~ ισούται με δέκα εκατοστά. Tετραγωνική ~, ως μονάδα εμβαδού, το ένα εκατοστό του τετραγωνικού μέτρου. Kυβική ~, ως μονάδα όγκου, το ένα χιλιοστό του κυβικού μέτρου. β. (σε πρόχειρες μετρήσεις) μήκος περίπου όσο το πλάτος μιας παλάμης χεριού με κλειστά δάχτυλα· (πρβ. σπιθαμή). γ. (παρωχ.) το ένα δέκατο του παλαιού πήχη.

[αρχ. παλάμη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες