Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παις ο [pés] Ο πληθ. παίδες, γεν. παίδων (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) παιδί, σε τυποποιημένους όρους: Nοσοκομείο Παίδων. Πρωτάθλημα παίδων. || (πληθ.) ως οικεία προσφώνηση μεταξύ ενηλίκων: Άντε, παίδες, σηκωθείτε γιατί αργήσαμε.
[λόγ. < αρχ. παῖς]