Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδομορφισμός
1 εγγραφή
παιδομορφισμός ο [peδomorfizmós] Ο17 : (ιατρ.) ανωμαλία στη σωματική διάπλαση ενήλικα που διατηρεί τα σωματικά χαρακτηριστικά του παιδιού.

[λόγ. < διεθ. paedo- = παιδο- + -morphism (δες στο -μορφία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες